τσουγκράνισμα

τσουγκράνισμα
το, -ατος
βλ. τσαγκρούνισμα,το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζουγκράνισμα — το, Ν βλ. τσουγκράνισμα …   Dictionary of Greek

  • τσουγγράνισμα — και τσουγκράνισμα και τσαγκρούνισμα [τσουγγρανίζω / τζουγγρανίζω] και τζουγγράνισμα και τζουγκράνισμα, το, Ν γρατζούνισμα …   Dictionary of Greek

  • τσαγκρούνισμα — τσαγκρούνισμα, το και τσουγκράνισμα, το, ατος η τσαγκρουνιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”